Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Κείμενο από την ομιλία της Μάγιας Τσόκλη Βουλευτού Επικρατείας στην συζήτηση στη Βουλή


....
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα αποτελεί ένα δύσκολο αλλά απαραίτητο βήμα προς αυτή τη νέα πραγματικότητα που οραματιζόμαστε για τη χώρα.
Απαραίτητο βήμα, γιατί συχνά, αυτό που ενδεχομένως μας θίγει και μας πληγώνει ατομικά, είναι και αυτό που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε ως σύνολο.

Κατανοούμε, λοιπόν, πλήρως τις ατομικές δυσκολίες των επαγγελματιών που έχουν συνηθίσει, δεκαετίες τώρα, να απολαμβάνουν συγκεκριμένα προνόμια. Όμως θα πρέπει πλέον τώρα να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα.

Αν το κοινό καλό, -και το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός μας στόχος-, είναι η προτεραιότητά μας, τότε οφείλουμε να διαμορφώσουμε μία επαγγελματική αγορά χωρίς διακρίσεις, που να διασφαλίζει την ίση πρόσβαση στην άσκηση των επαγγελμάτων .

Θεωρώ όμως, ότι η δύσκολη πορεία της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων δεν θα πρέπει να είναι μία πορεία σαρωτική. Σήμερα, μια και επιθυμούμε την εκ των βάθρων αλλαγή, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε κάθε επάγγελμα όχι αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της άρσης των περιορισμών άσκησής του, αλλά βελτιώνοντας τις διαχρονικές προβληματικές πτυχές του.

Θα ήθελα να αναφερθώ συγκεκριμένα στο επάγγελμα, του αρχιτέκτονα.

Θεωρώ ότι το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση και ότι οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε με ιδιαίτερη ευαισθησία και προσοχή. Η διασφάλισή του συνδέεται άμεσα με την υποχρέωσή μας να προστατέψουμε ως κόρην οφθαλμού, το δομημένο και φυσικό περιβάλλον της χώρας μας. Μια υποχρέωση, που έχει να κάνει με την ποιοτική και ανθρωποκεντρική ανάπτυξη που επιθυμούμε να επιτύχουμε ως Κυβέρνηση, ως μόνη ουσιαστική διέξοδο από τη σημερινή κρίση.
Νομίζω ότι δεν θα διαφωνήσετε μαζί μου ότι στην προσπάθειά αυτή, ο ρόλος του αρχιτέκτονα και της Αρχιτεκτονικής, της μεγαλύτερης των Τεχνών, είναι καταλυτικός.

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σας δώσω ορισμένα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να συνθέσουμε τη συνολικότερη εικόνα για το επάγγελμα του αρχιτέκτονα.

Πρώτο στοιχείο
Το επάγγελμα αυτό είναι κατά μία έννοια ήδη ανοικτό. Ίσως, μάλιστα, περισσότερο ανοικτό από όσο θα έπρεπε. Δεν υφίστανται κανενός είδους γεωγραφικοί ή ποσοτικοί περιορισμοί για την άσκησή του αλλά, κυρίως, δεν υφίσταται σαφής θεσμική διάκριση μεταξύ των ρόλων του Αρχιτέκτονα Μηχανικού και των άλλων Διπλωματούχων Μηχανικών.

Η απουσία κατάλληλης θεσμικής πλαισίωσης, έχει ως αποτέλεσμα αυτό που όλοι μας λίγο πολύ γνωρίζουμε ως διαδεδομένη πρακτική και που επιτρέπει η υπογραφή μελετών από έναν Πολιτικό Μηχανικό ή από έναν απόφοιτο ΤΕΙ, να θεωρείται στις περισσότερες των περιπτώσεων αρκετή ώστε να δοθεί το πράσινο φως για την πραγματοποίηση ενός έργου.

Η πολιτική ανοχή απέναντι σε τέτοιου είδους πρακτικές είναι όχι μόνο αδικαιολόγητη αλλά και βαθιά επιζήμια. Οι αρχιτεκτονικές μελέτες προϋποθέτουν ανάλογη παιδεία και έχουν σαν αντικείμενο την παραγωγή όχι μόνο σύνθετων τεχνικών έργων αλλά κυρίως έργων με καλλιτεχνική και με ιδιαίτερη πολιτισμική διάσταση. Δηλαδή έργων που καθορίζουν, την καθημερινότητά μας, τη ποιότητα της ζωής μας, το πολιτισμό μας, και τελικά, την ταυτότητά μας.

Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τα μεγάλα έργα αλλά και για τα μικρά, τα οποία, συναθροιζόμενα, διαμορφώνουν την φυσιογνωμία της χώρας μας.

Νομίζω ότι είναι περιττό να αναφερθώ στο οικιστικό δράμα της Ελλάδας, στους οικιστικούς σκουπιδότοπους που μας περιβάλλουν και που οφείλονται σε συντριπτικό βαθμό στην απουσία και στην υποτίμηση της αρχιτεκτονικής. Είναι εξίσου περιττό να αναφερθώ στην αρνητική επίπτωση που έχει το άναρχο και ακαλαίσθητο οικιστικό περιβάλλον σε σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας όπως είναι, για παράδειγμα, ο τουρισμός.

Δεύτερο στοιχείο
Οι ελάχιστες υποχρεωτικές αμοιβές που ισχύουν μέχρι και σήμερα βάσει συμβατικού προϋπολογισμού, ουσιαστικά συνδέονται με μια σειρά χαλαρών και ξεπερασμένων προδιαγραφών που δεν εξασφαλίζουν τις σύγχρονες υψηλές απαιτήσεις που πρέπει να καλύπτει σήμερα μια μελέτη.

Πιο αναλυτικά, σήμερα, είναι δυνατόν να εκδοθούν οικοδομικές άδειες με υπεραπλουστευμένες μελέτες που δεν προσδιορίζουν με σαφήνεια την αισθητική και την κατασκευή του έργου, τα υλικά και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, την διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.
Οι οικοδομικές άδειες αποτελούν τελικά μια τυπική υπόθεση διεκπεραίωσης που απομακρύνει τον μελετητή αρχιτέκτονα και επιτρέπει στον εκάστοτε ιδιοκτήτη και εργολάβο λόγω της ατελούς μελέτης, να υλοποιεί το έργο κατά την κρίση του ιδιοκτήτη και του εργολάβου, με ότι αυτό συνεπάγεται ως προς την τελική εικόνα και το κόστος του έργου.

Κατά συνέπεια, η κατάργηση της ελάχιστης υποχρεωτικής αμοιβής και του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος 696 του 1974 που προσδιορίζει το περιεχόμενο των μελετών, χωρίς -το τονίζω γιατί αυτό είναι το σημαντικότερο- την θεσμοθέτηση νέων αυστηρών ποιοτικών και ποσοτικών προδιαγραφών, προσαρμοσμένων στα διεθνή δεδομένα, είναι δώρον άδωρον, και κινδυνεύει να οδηγήσει σε ακόμη πιο πρόχειρες μελέτες, στην περαιτέρω αισθητική και κατ'επέκταση οικονομική υποβάθμιση στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον.

Το ίδιο, φυσικά, θεσμοθέτηση νέων αυστηρών ποιοτικών και ποσοτικών προδιαγραφών, απαιτείται και για τις μελέτες των δημοσίων έργων (να σημειώσουμε ότι μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και οι αστικές αναπλάσεις).

Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου “Τροποποίηση Συστήματος Εκπόνησης Μελετών, Εκτέλεσης Δημοσίων Έργων και Σύσταση Αρχής Ελέγχου Μελετών και Έργων” του Υπουργείου Υποδομών που θα συζητήσουμε προσεχώς, προβλέπεται ότι οι μελέτες με αμοιβές κάτω από το όριο των 300 000€ κατατάσσονται στις μη απαιτητικές από τεχνικής άποψης (παρ΄ όλο που τελικά αυτές, αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο των μελετών). Αυτές οι μελέτες, θα μπορούν να ανατίθενται με βάση την χαμηλότερη οικονομική προσφορά στους φθηνότερους και όχι στους καταλληλότερους με αξιοκρατικά κριτήρια όπως η εμπειρία, ή οι διακρίσεις. Παράλληλα, προτείνεται η κατάργηση του κατώτατου ορίου για το παραδεκτό των οικονομικών προσφορών. Αν και στην περίπτωση αυτή δεν αποσαφηνιστούν και γίνουν αυστηρότερες οι προδιαγραφές των μελετών θα επικρατήσει πάλι η γνωστή απρόσωπη, αδιάφορη και επιζήμια αρχιτεκτονική που μας περιβάλει.

Τρίτο στοιχείο
Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα με τις επιβλέψεις στην περίπτωση των Δημόσιων Έργων. Το ισχύον πλαίσιο δίνει τη δυνατότητα την επίβλεψη ενός Δημόσιου Έργου να την πραγματοποιούν, στη θέση των αρχιτεκτόνων, οι υπηρεσιακοί παράγοντες των αρμόδιων φορέων, με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για το “αλισβερίσι” μεταξύ φορέων και εργολάβων όσο και για την τελική μορφή του έργου.
Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι η βλάβη του δημόσιου συμφέροντος στην περίπτωση αυτή είναι ανυπολόγιστη και να θυμίσω την υπόθεση του Μουσείου Βυζαντινου Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης που κόστισε κυριολεκτικά τη ζωή του μεγάλου μας αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου. Επίσης, άλλος να οραματίζεται και άλλος να πραγματοποιεί τα δημόσια έργα, αυτό αποτελεί μια παγκόσμια και παράδοξη αποκλειστικότητα, στο βαθμό που σε όλα τα κράτη ο αρχιτέκτονας είναι και ο γενικός υπεύθυνος δηλαδή ο «μαέστρος» του έργου.

Με το νομοσχέδιο που ψηφίζουμε αυτή την εβδομάδα, καταργούμε τις ελάχιστες αμοιβές των αρχιτεκτόνων, αλλά όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν και οι εκπρόσωποί τους, εφόσον βρεθούν λύσεις για τα ζητήματα που προανάφερα “πιθανά η συζήτηση για την κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών να είναι φιλολογικές ασκήσεις διαλόγου”.

Κλείνω τονίζοντας ότι αν όντως αυτό που μας ενδιαφέρει με το νομοσχέδιο αυτό είναι να προστατέψουμε το δημόσιο συμφέρον, θα πρέπει ταυτόχρονα να εξασφαλίσουμε ένα δίκαιο και ισχυρό θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα.

Οι Αρχιτεκτονικές υπηρεσίες, πρέπει να θεωρηθούν ως υψίστης σπουδαιότητας για το δημόσιο συμφέρον και για την κοινωνία γενικότερα, καθώς μέσω των βιώσιμων προσεγγίσεων στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία επιτυγχάνεται σημαντική κοινωνική συνοχή.
Η έννοια της αρχιτεκτονικής από την άποψη του δημόσιου συμφέροντος, συναντάται σε αρκετά σημεία της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναφέρεται συγκεκριμένα στην Έκθεση 27 της δημοσιευμένης οριζόντιας Οδηγίας για την Αναγνώριση των Επαγγελματικών Προσόντων (2005/36/EC). Στην έκθεση αυτή διατυπώνεται ότι :
“ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, η ποιότητα των κτιρίων, η αρμονική ενσωμάτωσή τους στο περιβάλλον τους, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων και της δημόσιας και ιδιωτικής κληρονομιάς αποτελούν ζήτημα δημοσίου συμφέροντος».

Θα επανέλθω και στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου του Υπουργείου Υποδομών για τα Δημόσια Έργα και ασφαλώς, το προσεχές τετράμηνο θα είμαι σε στενή επαφή και συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού & Τουρισμού για την εξέταση του ανοίγματος των επαγγελμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.